- δραπέτῃ
- δρᾱπέτῃ , δραπέτηςrunawaymasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δραπεταγωγός — δραπεταγωγός, όν (Α) 1. αυτός που συλλαμβάνει δραπέτη δούλο και τόν αναγκάζει να επιστρέψει 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνη … Dictionary of Greek
δραπετικός — δραπετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δραπέτη 2. (για δούλο) αυτός που παρουσιάζει τάσεις φυγής, επιρρεπής σε δραπέτευση … Dictionary of Greek
Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ — (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε … Dictionary of Greek
δραπέτης — ο αυτός που δραπέτευσε, που το έσκασε, ο φυγάς: Η αστυνομία ψάχνει από χθες το δραπέτη της φυλακής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)